κυνοραιστής — dog tick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραιστέων — κυνοραίστης masc gen pl (epic ionic) κυνοραιστής dog tick masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραιστῶν — κυνοραίστης masc gen pl κυνοραιστής dog tick masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραισταί — κυνοραιστής dog tick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραιστήν — κυνοραιστής dog tick masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραιστάς — κυνοραιστά̱ς , κυνοραιστής dog tick masc acc pl κυνοραιστά̱ς , κυνοραιστής dog tick masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοραίστας — κυνοραίστᾱς , κυνοραίστης masc acc pl κυνοραίστᾱς , κυνοραίστης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυν(ο)- — (AM κυν[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κύων, κυνός «σκύλος» και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στους σκύλους (κυνομαχώ, κυνοειδής, κυνοκλόπος) το κυν(ο) απαντά συχνά σε ονομασίες φυτών… … Dictionary of Greek
κυνοραιστίδιον — κυνοραιστίδιον, τὸ (Μ) [κυνοραιστής] 1. τσιμπούρι 2. ενοχλητικό άτομο … Dictionary of Greek